- ἐγερτικά
- ἐγερτικόςwakingneut nom/voc/acc plἐγερτικά̱ , ἐγερτικόςwakingfem nom/voc/acc dualἐγερτικά̱ , ἐγερτικόςwakingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγερτικός — ή, ό (AM ἐγερτικός, ή, όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση αρχ. ἐγερτικά τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία … Dictionary of Greek